ξωτάρης

ξωτάρης
ο , ξωτάρα и ξωτάρισσα η
1) см. ξωμάχος; 2) сельский житель, сельская жительница; 3) пришелец, иноземец, чужак

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξωτάρης" в других словарях:

  • ξωτάρης — ο, θηλ. ξωτάρα και ξωτάρισσα 1. εξωτάρης, ξωμάχος 2. ξένος που μένει προσωρινά σε έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξωτάρης, με σίγηοη τού αρκτικού άτονου ε ] …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξωτάρης — ο πληθ. ηδες 1. καλλιεργητής κτημάτων που βρίσκονται έξω από την πόλη, αγρότης, ξωμάχος. 2. κάτοικος χωρίου, χωριάτης. ξωτάρης ο θηλ. ισσα ο, ξένος που μένει προσωρινά σ έναν τόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξωτάρης — και ξωτάρης, ο 1. καλλιεργητής κτημάτων που βρίσκονται έξω από την πόλη, ξωμάχος 2. κάτοικος χωριού, χωριάτης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»